- ἐχομένιον
- ἐχομένιον, τό,A coriander, POxy.729.31 (ii A.D.), 1279.17 (ii A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εχομένιον — ἐχομένιον, τὸ (Α) πάπ. το φυτό κορίανδρον, κν. κόλιαντρος … Dictionary of Greek